χωνήρ

χωνήρ
Α
κράση αντί καὶ ὁἀνήρ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • όξος — το (ΑΜ ὄξος, ους και εος) το ξίδι νεοελλ. 1. φρ. α) «όξος αρωματικό» φαρμακευτικό αρωματικό υγρό από αραιό οξικό οξύ, οινόπνευμα και αιθέρια έλαια β) «όξος μολύβδου» ο υγρός υποξικός μόλυβδος αρχ. 1. οίνος ελαφρύς, κατώτερης ποιότητας, με υπόξινη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”